ἐπίασαν — πιάζω aor ind act 3rd pl πιέζω Ep.. aor ind act 3rd pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
πράσο — το / πράσον, ΝΑ βοτ. κοινή σήμερα ονομασία τού, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, διετούς ποώδους φυτού Αllium porrum, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τού οποίου ο χυμός είναι διουρητικός ενώ το… … Dictionary of Greek
Dionysius the Philosopher — (Greek: Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ca. 1560–1611) was a Greek monk who led two farmer revolts against the Ottoman Turks. Contents 1 Life and career 2 Revolts 3 Death … Wikipedia
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… … Dictionary of Greek
ανάρπαγος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν τον άρπαξαν, δεν τον έπιασαν ή δεν μπορούν να τον πιάσουν, άπιαστος, ασύλληπτος 2. αυτός που γίνεται βιαστικά, γρήγορος, απότομος (για κάποιον που τρώει, πίνει κ.λπ. βιαστικά) … Dictionary of Greek
δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… … Dictionary of Greek